- ομόθεν
- ὁμόθεν (Α)επίρρ.1. (συν. με την πρόθεση εξ) ἐξ ὁμόθεναπό τον ίδιο τόπο2. τής ίδιας καταγωγής («ὡς ὁμόθεν γεγάασι θεοὶ θνητοί τ' ἄνθρωποι, Ησίοδ.)3. από κοντά, εκ τού πλησίον4. (με άρθρ. ως ουσ.) ὁ ὁμόθενο αδελφός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. άλλο-θεν)].
Dictionary of Greek. 2013.